Πασχαλιά — (σύριγγα η κοινή). Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στην ανατολική Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Συναντάται σε πετρώδης περιοχές της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας έως τη Θεσσαλία. Είναι γνωστή και… … Dictionary of Greek
ελαιίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών η οποία περιλαμβάνει δέντρα, θάμνους, ακόμα και αναρριχώμενα φυτά, της τάξης των λιγουστρωδών. Περιλαμβάνει περίπου 400 είδη των θερμών και εύκρατων περιοχών της Γης και κυρίως της νότιας και ανατολικής… … Dictionary of Greek
πασχάλιος — Όνομα παπών της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας: 1. Π. ο A’. Πάπας (817 824), διάδοχος του Στεφάνου Δ’. Διακήρυξε τα πρωτεία της ρωμαϊκής Εκκλησίας κατά τη φιλονικία των εικονοκλαστών, διατήρησε καλές σχέσεις με τον αυτοκράτορα Λουδοβίκο τον Ευσεβή και… … Dictionary of Greek
Deropolitissa — (Greek: Δεροπολίτισσα, Girl of Dropull) is a Greek polyphonic folk song, popular in the region of Dropull, southern Albania. It is also sung by the rest of the Greeks in Albania, as well as in parts of Greece. Contents 1 Background and popularity … Wikipedia
Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης … Википедия
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek
κακοπορεύω — 1. (ενεργ και μέσ.) ζω μίζερη ζωή, στερούμαι τα αναγκαία 2. (μτχ.) κακοπορεμένος, η, ον δυστυχής, φτωχός, ταλαίπωρος 3. παροιμ. «ξύσου και κακοπόρεψε, την Πασχαλιά θ αλλάξεις» για όσους ζουν στερημένη ζωή από τσιγκουνιά … Dictionary of Greek
μοσκοκαρφιά — και μοσχοκαρφιά, η βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού melia azedarach τού γένους melia που είναι γνωστότερο ως πασχαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσκοκάρφι. Ο τ. μοσχοκαρφιά < μοσχοκάρφι] … Dictionary of Greek
μοσχοκάρφι — και μοσκοκάρφι και μουσκοκάρφι, το (Μ μοσχοκάρφιον και μοσκοκάρφιον και μουσκοκάρφι και μουσκοκάρφιν) 1. αποξηραμένος καρπός τού φυτού Ευγενία η καρυόφυλλος ή Καρυόφυλλο το αρωματικό, κν. γαρίφαλο 2. το άνθος τού φυτού Μελία η αζεδαράχη, κν.… … Dictionary of Greek
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek